Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεισφορέω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
View word page
προσεπεισάγω
προσεπ-εισάγω [ᾰ],
A). introduce besides, Gal. 8.575 .


ShortDef

introduce besides

Debugging

Headword:
προσεπεισάγω
Headword (normalized):
προσεπεισάγω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεισαγω
IDX:
89140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-εισάγω</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">introduce besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.575 </span>.</div> </div><br><br>'}