Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεισφορέω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
View word page
προσεπαράομαι
προσεπ-ᾰράομαι,
A). imprecate besides, ἐξώλειαν ἑαυτῷ ib. 38 .


ShortDef

imprecate besides

Debugging

Headword:
προσεπαράομαι
Headword (normalized):
προσεπαράομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπαραομαι
IDX:
89134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-ᾰράομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">imprecate besides</span>, <span class="foreign greek">ἐξώλειαν ἑαυτῷ</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:38/canonical-url/"> 38 </a>.</div> </div><br><br>'}