Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθρωπώ
Ἀνθρωφηρακλῆς
ἀνθυβρίζω
View word page
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωπο-τρόφος, ον,
A). nourishing men, Hsch.


ShortDef

nourishing men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποτρόφος
Headword (normalized):
ἀνθρωποτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποτροφος
IDX:
8912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπο-τρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nourishing men,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}