Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
View word page
προσεξυφαίνω
προσεξ-ῠφαίνω,
A). weave in addition, τὸ ἄλλο ἱμάτιον PEnteux. 4.6 (iii B.C.).


ShortDef

weave in addition

Debugging

Headword:
προσεξυφαίνω
Headword (normalized):
προσεξυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεξυφαινω
IDX:
89123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-ῠφαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weave in addition</span>, <span class="quote greek">τὸ ἄλλο ἱμάτιον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PEnteux.</span> 4.6 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}