Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
View word page
προσεξίστημι
προσεξ-ίστημι,
A). cause further disorder, Plu. 2.128e .


ShortDef

cause further disorder

Debugging

Headword:
προσεξίστημι
Headword (normalized):
προσεξίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσεξιστημι
IDX:
89120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-ίστημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause further disorder</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.128e </span>.</div> </div><br><br>'}