Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
View word page
προσεξικμάζω
προσεξ-ικμάζω,
A). draw out moisture besides, Plu. 2.689f .


ShortDef

draw out moisture besides

Debugging

Headword:
προσεξικμάζω
Headword (normalized):
προσεξικμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξικμαζω
IDX:
89118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-ικμάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draw out moisture besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.689f </span>.</div> </div><br><br>'}