Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
View word page
προσεξεύρεσις
προσεξ-εύρεσις, εως, ,
A). additional discovery, Plu. 2.1135d (pl.).


ShortDef

additional discovery

Debugging

Headword:
προσεξεύρεσις
Headword (normalized):
προσεξεύρεσις
Headword (normalized/stripped):
προσεξευρεσις
IDX:
89114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89115
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-εύρεσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">additional discovery</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1135d </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}