Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
View word page
προσεξέρχομαι
προσεξ-έρχομαι,
A). come out to meet: metaph., λόγος π. ὑπαντησόμενος Ph. 1.215 .


ShortDef

come out to meet

Debugging

Headword:
προσεξέρχομαι
Headword (normalized):
προσεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξερχομαι
IDX:
89110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">come out to meet</span>: metaph., <span class="quote greek">λόγος π. ὑπαντησόμενος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:215" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.215/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.215 </a> .</div> </div><br><br>'}