προσεξεργάζομαι
προσεξ-εργάζομαι,
A). work out, accomplish besides, , 21.109 ap. , v.l. for 13.578d προσεργ- in Acut. 65 : pf. in act. sense, ; in pass. sense, 12.10.8 . 21.107
2). dress stone besides, π. σφόνδυλον ἑκάστῳ τῷ κίονι IG 22.1682.19 .