Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
View word page
προσεξεμέω
προσεξ-εμέω,
A). vomit up besides, Plu. 2.524a .


ShortDef

vomit up besides

Debugging

Headword:
προσεξεμέω
Headword (normalized):
προσεξεμέω
Headword (normalized/stripped):
προσεξεμεω
IDX:
89106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεξ-εμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vomit up besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.524a </span>.</div> </div><br><br>'}