Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
View word page
ἀγριορίγανος
ἀγριορίγᾰνος
,
ὁ
,
A).
marjoram, Origanum viride
,
Dsc.
3.29
.
ShortDef
marjoram, Origanum viride
Debugging
Headword:
ἀγριορίγανος
Headword (normalized):
ἀγριορίγανος
Headword (normalized/stripped):
αγριοριγανος
IDX:
890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-891
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριορίγᾰνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marjoram, Origanum viride</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.29 </span>.</div> </div><br><br>'}