Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
View word page
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπό-πολις, εως, ,
A). city of men, title of Menippean satire by Varro.


ShortDef

city of men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπόπολις
Headword (normalized):
ἀνθρωπόπολις
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποπολις
IDX:
8907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπό-πολις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">city of men,</span> title of Menippean satire by Varro.</div> </div><br><br>'}