Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
View word page
προσενδέχομαι
προσεν-δέχομαι
,
A).
undertake as well
,
κατὰ δωρεὰν πρεσβεύσειν
IG
7.2711.64
(Boeotia, i A.D.).
ShortDef
undertake as well
Debugging
Headword:
προσενδέχομαι
Headword (normalized):
προσενδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσενδεχομαι
IDX:
89071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89072
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεν-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">undertake as well</span>, <span class="quote greek">κατὰ δωρεὰν πρεσβεύσειν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.2711.64 </span> (Boeotia, i A.D.).</div> </div><br><br>'}