Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεμφανίζω
προσεμφέρεια
προσεμφερής
προσεμφέρω
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
View word page
προσέναγχος
προσέναγχος
, Adv.
A).
very lately
,
Longin.
44.1
.
ShortDef
very lately
Debugging
Headword:
προσέναγχος
Headword (normalized):
προσέναγχος
Headword (normalized/stripped):
προσεναγχος
IDX:
89067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσέναγχος</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very lately</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 44.1 </span>.</div> </div><br><br>'}