Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεμματεύω
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμπυρίζω
προσεμφαίνομαι
προσεμφανίζω
προσεμφέρεια
προσεμφερής
προσεμφέρω
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
View word page
προσεμπυρίζω
προσεμ-πῠρίζω, v. l. for προσεμπίπρημι in LXX Ex. 22.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεμπυρίζω
Headword (normalized):
προσεμπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεμπυριζω
IDX:
89055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89056
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεμ-πῠρίζω</span>, v. l. for <span class="foreign greek">προσεμπίπρημι</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:22:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:22.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 22.6 </a>.</div><br><br>'}