Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμματεύω
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμπυρίζω
View word page
προσεμματεύω
προσεμ-μᾰτεύω,
A). v. προσεμβατεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεμματεύω
Headword (normalized):
προσεμματεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεμματευω
IDX:
89045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεμ-μᾰτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσεμβατεύω</span> .</div> </div><br><br>'}