Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμματεύω
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
View word page
προσεμβρέχω
προσεμ-βρέχω
,
A).
moisten besides
,
Gal.
12.589
.
ShortDef
moisten besides
Debugging
Headword:
προσεμβρέχω
Headword (normalized):
προσεμβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβρεχω
IDX:
89043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89044
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεμ-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moisten besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.589 </span>.</div> </div><br><br>'}