προσεμβάλλω
προσεμ-βάλλω,
A). throw or put into besides, Cra. 439c ; πίτυρον ; 3.14 φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Demetr. 34 ; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος codd., cf. 43.31 PCair.Zen. 244.1 ( Pass.), 423 ( Act. and Med., iii B.C.), , etc. 1.56
II). intr., go into besides, (dub.l.). 2.751f