Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσελέω
προσεληναῖος
προσεληνίδες
προσέληνος
προυσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
View word page
προσεληνίδες
προσελην-ίδες· αἱ Ἀρκαδικαὶ νύμφαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεληνίδες
Headword (normalized):
προσεληνίδες
Headword (normalized/stripped):
προσεληνιδες
IDX:
89030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσελην-ίδες·</span> <span class="foreign greek">αἱ Ἀρκαδικαὶ νύμφαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}