Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσελέω
προσεληναῖος
προσεληνίδες
προσέληνος
προυσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
View word page
προσεληναῖος
προσελην-αῖος
, Dor.
προσελην-σελᾱναῖος
,
α
,
ον
,=
προσέληνος
,
Lyr.Adesp.
84.8
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσεληναῖος
Headword (normalized):
προσεληναῖος
Headword (normalized/stripped):
προσεληναιος
IDX:
89029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89030
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσελην-αῖος</span>, Dor. <span class="orth greek">προσελην-σελᾱναῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">προσέληνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Adesp.</span> 84.8 </span>.</div><br><br>'}