Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσελέω
προσεληναῖος
προσεληνίδες
προσέληνος
προυσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
View word page
προσελέω
προσελέω,
A). v. προυσελέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσελέω
Headword (normalized):
προσελέω
Headword (normalized/stripped):
προσελεω
IDX:
89028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσελέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προυσελέω</span> .</div> </div><br><br>'}