Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσελέω
προσεληναῖος
προσεληνίδες
προσέληνος
View word page
προσεκφυτεύω
προσεκ-φῠτεύω,
A). plant as well, BCH 44.79d4 (Lagina).


ShortDef

plant as well

Debugging

Headword:
προσεκφυτεύω
Headword (normalized):
προσεκφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεκφυτευω
IDX:
89021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-φῠτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant as well</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 44.79d4 </span> (Lagina).</div> </div><br><br>'}