Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσελέω
View word page
προσεκτυφλόω
προσεκ-τυφλόω,
A). blind outright besides, τινα Plu. 2.176f .


ShortDef

blind outright besides

Debugging

Headword:
προσεκτυφλόω
Headword (normalized):
προσεκτυφλόω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτυφλοω
IDX:
89018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-τυφλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blind outright besides</span>, <span class="itype greek">τινα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.176f </span>.</div> </div><br><br>'}