Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίαμαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
View word page
προσεκτείνω
προσεκ-τείνω,
A). extend further, Gal. 2.367 ( Pass.), 18(2).565 .


ShortDef

extend further

Debugging

Headword:
προσεκτείνω
Headword (normalized):
προσεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτεινω
IDX:
89011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extend further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.367 </span> ( Pass.), <span class="bibl"> 18(2).565 </span>.</div> </div><br><br>'}