Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίαμαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
View word page
προσεκταπεινόω
προσεκ-τᾰπεινόω,
A). humble or degrade besides, Plu. 2.814e .


ShortDef

humble

Debugging

Headword:
προσεκταπεινόω
Headword (normalized):
προσεκταπεινόω
Headword (normalized/stripped):
προσεκταπεινοω
IDX:
89009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-τᾰπεινόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">humble</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">degrade besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.814e </span>.</div> </div><br><br>'}