Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίαμαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
View word page
προσεκποτέον
προσεκ-ποτέον, (as if from Προσεκπίνω)
A). one must swallow as well, metaph., τὸ δυσχερές Plu. 2.1111c .


ShortDef

one must swallow as well

Debugging

Headword:
προσεκποτέον
Headword (normalized):
προσεκποτέον
Headword (normalized/stripped):
προσεκποτεον
IDX:
89005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-ποτέον</span>, (as if from <span class="foreign greek">Προσεκπίνω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must swallow as well</span>, metaph., <span class="quote greek">τὸ δυσχερές</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1111c </span> .</div> </div><br><br>'}