Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίαμαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτίθημι
προσεκτικός
View word page
προσεκπορίζω
προσεκ-πορίζω
,
A).
supply besides
,
χρηστόν τι
Gal.
10.433
.
ShortDef
supply besides
Debugging
Headword:
προσεκπορίζω
Headword (normalized):
προσεκπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεκποριζω
IDX:
89004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89005
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-πορίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">supply besides</span>, <span class="quote greek">χρηστόν τι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.433 </span> .</div> </div><br><br>'}