Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίαμαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
View word page
προσεκπνέω
προσεκ-πνέω,
A). evaporate, Zos.Alch. p.173 B.


ShortDef

evaporate

Debugging

Headword:
προσεκπνέω
Headword (normalized):
προσεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπνεω
IDX:
89002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-πνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">evaporate</span>, Zos.Alch.<span class="bibl"> p.173 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}