Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
View word page
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωπόομαι
,
A).
to have the concept
or
idea of a man,
Plu.
2.1120d
.
ShortDef
to have the concept
Debugging
Headword:
ἀνθρωπόομαι
Headword (normalized):
ἀνθρωπόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποομαι
IDX:
8899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8900
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to have the concept</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">idea of a man,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1120d </span>.</div> </div><br><br>'}