Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
View word page
προσεκθλίβω
προσεκ-θλίβω [ῑ],
A). squeeze out besides, Gal. 12.238 .


ShortDef

squeeze out besides

Debugging

Headword:
προσεκθλίβω
Headword (normalized):
προσεκθλίβω
Headword (normalized/stripped):
προσεκθλιβω
IDX:
88985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεκ-θλίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">squeeze out besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.238 </span>.</div> </div><br><br>'}