προσείω
προσείω,
A). hold out and shake, π. χεῖρα shake it threateningly, HF 1218 ; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον] wave it up and down, Ba. 930 ; π. γυμνὰ τὰ ξίφη VH 12.23 ; θαλλὸν π. wave a bough before cattle, so as to lead them on, Phdr. 230d ; π. θήρατρα τοῖς ὄρνισι NA 1.29 ; and metaph., π. Σειρῆνας, αὐλητρίδας, hold them out as a bait, ib. 17.22 , Ep. 16 ; π. φόβον hold a thing out as a bugbear, , cf. 6.86 Fr. 22 .