Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσειμι1
πρόσειμι2
προσεῖπον
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
View word page
προσεισοδιασμός
προσεις-οδιασμός, ,
A). extra contribution, ποιεῖσθαι -ασμοὺς ἐκ τῶν ἰδίων IGRom. 3.739i i61 (Lycia, ii A.D.).


ShortDef

extra contribution

Debugging

Headword:
προσεισοδιασμός
Headword (normalized):
προσεισοδιασμός
Headword (normalized/stripped):
προσεισοδιασμος
IDX:
88974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεις-οδιασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extra contribution</span>, <span class="quote greek">ποιεῖσθαι -ασμοὺς ἐκ τῶν ἰδίων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.739i </span> <span class="bibl"> i61 </span> (Lycia, ii A.D.).</div> </div><br><br>'}