Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι1
πρόσειμι2
προσεῖπον
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
View word page
προσεισδέχομαι
προσεις-δέχομαι,
A). receive in addition, -δεδέχθαι εἰς τὴν μίσθωσιν ἀρτάβας ύ PGoodsp.Cair. 7.13 (ii B.C.).


ShortDef

receive in addition

Debugging

Headword:
προσεισδέχομαι
Headword (normalized):
προσεισδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεισδεχομαι
IDX:
88970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεις-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receive in addition</span>, <span class="quote greek">-δεδέχθαι εἰς τὴν μίσθωσιν ἀρτάβας ύ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGoodsp.Cair.</span> 7.13 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}