Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι1
πρόσειμι2
προσεῖπον
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
View word page
προσείρομαι
προσείρομαι, Med., in fut. -ερήσομαι,
A). ask besides, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
προσείρομαι
Headword (normalized):
προσείρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσειρομαι
IDX:
88967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσείρομαι</span>, Med., in fut. <span class="foreign greek">-ερήσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ask besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}