Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδέναι
προσειδής
πρόσειδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι1
πρόσειμι2
προσεῖπον
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
View word page
προσεικέναι
προσεικέναι,
A). v. προσέοικα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεικέναι
Headword (normalized):
προσεικέναι
Headword (normalized/stripped):
προσεικεναι
IDX:
88959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεικέναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσέοικα</span> .</div> </div><br><br>'}