Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
View word page
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπό-μῑμος, ον,
A). imitating men, Ps. Plu. Flun. 14.3 .


ShortDef

imitating men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπόμιμος
Headword (normalized):
ἀνθρωπόμιμος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπομιμος
IDX:
8895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπό-μῑμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">imitating men,</span> Ps.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Flun.</span> 14.3 </span>.</div> </div><br><br>'}