Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδέναι
προσειδής
πρόσειδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι1
View word page
προσειδέναι
προσειδ-έναι,
A). v. πρόσοιδα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσειδέναι
Headword (normalized):
προσειδέναι
Headword (normalized/stripped):
προσειδεναι
IDX:
88954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88955
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσειδ-έναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσοιδα.</span> </div> </div><br><br>'}