Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδέναι
προσειδής
πρόσειδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
View word page
προσεθισμός
προσεθ-ισμός, ,
A). habituation, Gloss.


ShortDef

habituation

Debugging

Headword:
προσεθισμός
Headword (normalized):
προσεθισμός
Headword (normalized/stripped):
προσεθισμος
IDX:
88952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεθ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">habituation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}