Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδέναι
προσειδής
πρόσειδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
View word page
προσεδρικῶς
προσεδρ-ικῶς,
A). sedulo, Gloss.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
προσεδρικῶς
Headword (normalized):
προσεδρικῶς
Headword (normalized/stripped):
προσεδρικως
IDX:
88949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεδρ-ικῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sedulo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}