Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσέγκειμαι
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδέναι
προσειδής
πρόσειδον
View word page
προσεδρευτικός
προσεδρ-ευτικός, , όν,
A). importunate: Adv. -κῶς Hsch. s.v. λιπαρῶς.


ShortDef

importunate

Debugging

Headword:
προσεδρευτικός
Headword (normalized):
προσεδρευτικός
Headword (normalized/stripped):
προσεδρευτικος
IDX:
88946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεδρ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">importunate</span>: Adv. <span class="quote greek">-κῶς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λιπαρῶς.</span> </div> </div><br><br>'}