Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσέγκειμαι
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
View word page
προσεγχώννυμι
προσεγχώννῡμι,
A). heap up in besides, γῆν Gp. 11.7.2 .


ShortDef

heap up in besides

Debugging

Headword:
προσεγχώννυμι
Headword (normalized):
προσεγχώννυμι
Headword (normalized/stripped):
προσεγχωννυμι
IDX:
88943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεγχώννῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heap up in besides</span>, <span class="quote greek">γῆν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 11.7.2 </span> .</div> </div><br><br>'}