Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσέγκειμαι
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρία
View word page
προσεγκολάπτω
προσεγκολάπτω,
A). engrave in addition, OGI 56.23 (Canopus, iii B.C., Pass.).


ShortDef

engrave in addition

Debugging

Headword:
προσεγκολάπτω
Headword (normalized):
προσεγκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεγκολαπτω
IDX:
88938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεγκολάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">engrave in addition</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 56.23 </span> (Canopus, iii B.C., Pass.).</div> </div><br><br>'}