Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσέγκειμαι
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
View word page
προσεβάζομαι
προ-σεβάζομαι,
A). reverence, Ἥραν Inscr.Magn. 228.10 (ii A.D.).


ShortDef

reverence

Debugging

Headword:
προσεβάζομαι
Headword (normalized):
προσεβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεβαζομαι
IDX:
88929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-σεβάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reverence</span>, <span class="quote greek">Ἥραν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Magn.</span> 228.10 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}