Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόρπιος
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
View word page
προσδυσκολαίνω
προσδυσκολαίνω,
A). to be refractory towards one, Plu. 2.818a .


ShortDef

to be refractory towards

Debugging

Headword:
προσδυσκολαίνω
Headword (normalized):
προσδυσκολαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσδυσκολαινω
IDX:
88925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδυσκολαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be refractory towards</span> one, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.818a </span>.</div> </div><br><br>'}