Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόρπιος
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
View word page
προσδόρπιος
προσδόρπιος,
A). v. ποτιδόρπιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδόρπιος
Headword (normalized):
προσδόρπιος
Headword (normalized/stripped):
προσδορπιος
IDX:
88918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδόρπιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποτιδόρπιος</span> .</div> </div><br><br>'}