Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωποθῦμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
View word page
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπο-λάτρης, ου, ,
A). manworshipper, Νεστόριος ὁ ἀ. Cod.Just. 1.1.5 .


ShortDef

manworshipper

Debugging

Headword:
ἀνθρωπολάτρης
Headword (normalized):
ἀνθρωπολάτρης
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπολατρης
IDX:
8889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8890
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπο-λάτρης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">manworshipper,</span> <span class="quote greek">Νεστόριος ὁ ἀ.</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 1.1.5 </span> .</div> </div><br><br>'}