Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
View word page
προσδιερευνάομαι
προσδι-ερευνάομαι,
A). explore, examine thoroughly besides, ἤθη καὶ τρόπους Ph. 2.333 .


ShortDef

explore, examine thoroughly besides

Debugging

Headword:
προσδιερευνάομαι
Headword (normalized):
προσδιερευνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιερευναομαι
IDX:
88897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδι-ερευνάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">explore, examine thoroughly besides</span>, <span class="quote greek">ἤθη καὶ τρόπους</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:333" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.333/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.333 </a> .</div> </div><br><br>'}