προσδιατρίβω
προσδια-τρίβω [ῑ],
2). ἐν Ἀλεξανδρείᾳ π. τινὰ χρόνον spend some time longer in PCair.Zen. 217.2 (iii B.C.), cf. , Or. 31.13 .
3). c. dat. rei, occupy oneself with, συλλαβαῖς καὶ γράμμασιν ; 28.4 spend further time on, τοῖς Ξενοφῶντος οἰκονομικοῖς Oec. p.25 ; ἀκροάμασι ; 2.725f τῷ λόγῳ 1.135
4). c. dat., abide by, τοῖς κυήμασι ; 2.981f πυρὸς ὄγκῳ -τρίβοντος ib. 934b .