Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
View word page
προσδιαταράσσω
προσδια-τᾰράσσω,
A). disturb besides, D.C. 36.10 .


ShortDef

disturb besides

Debugging

Headword:
προσδιαταράσσω
Headword (normalized):
προσδιαταράσσω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαταρασσω
IDX:
88886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδια-τᾰράσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disturb besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:36:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:36.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 36.10 </a>.</div> </div><br><br>'}