Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
View word page
προσδιασύρω
προσδια-σύρω [ῡ],
A). satirize or ridicule besides, v.l. for προδιας- (q.v.).


ShortDef

satirize

Debugging

Headword:
προσδιασύρω
Headword (normalized):
προσδιασύρω
Headword (normalized/stripped):
προσδιασυρω
IDX:
88885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδια-σύρω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">satirize</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">ridicule besides</span>, v.l. for <span class="ref greek">προδιας-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}